αναισθητήριος

αναισθητήριος
-ια, -ιο [αναίσθητος]
αυτός που επιφέρει σωματική αναισθησία, ο αναισθητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”